Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Στρατηγικός σχεδιασμός, Τίτλος σχολής ή Πρόγραμμα Σπουδών. Τι πραγματικά συμβαίνει;


Εδώ και πολύ καιρό έχει ανοίξει (και) στη σχολή μας το ζήτημα της αλλαγής του προγράμματος σπουδών που έρχεται μέσω της συζήτησης για το στρατηγικό σχεδιασμό της σχολής και της αλλαγής του ονόματός της. Μια κουβέντα που ανοίγει κατά διαστήματα πολλά χρόνια τώρα και για διάφορους λόγους μπαίνει σε παύσεις και αναστέλλεται. Ταυτόχρονα το ίδιο ζήτημα, όλο αυτό το διάστημα ανοίγει και σε μια σειρά σχολών σε διαφορετικές χρονικές στιγμές σαν να πρόκειται για αποσπασμένες μεταξύ τους αποφάσεις. Στην πραγματικότητα όμως, έχει να κάνει με την εργασιακή αναδιάρθρωση – με την οποία το κεφάλαιο προσπαθεί να ανακάμψει από μία ακόμα κρίση του – και πως αυτή έρχεται για τους μηχανικούς με τις αλλαγές που φέρνει το ΤΕΕ και το προεδρικό διάταγμα που ψηφίστηκε πρόσφατα, αλλά και σε άλλους κλάδους (πχ καθηγητικές σχολές με απόσπαση διδακτικής επάρκειας από το πτυχίο).

-Γιατί η βασική τομή πάνω στην οποία γίνεται η κουβέντα είναι η προσθήκη στον τίτλο της σχολής του «Μηχανικών Γεωπληροφορικής»;
Οι προφάσεις για την υπεράσπιση της θέσης αυτής, ξεκινούν από την αποκλειστική “κατοχύρωση” του συγκεκριμένου αντικειμένου και φτάνουν σε λογικές “marketing” για το πώς θα ζητάνε περισσότεροι νέοι φοιτητές την σχολή μας, μια κουβέντα που εκτός από άτοπη, γίνεται και σε μια εντελώς αντιεπιστημονική βάση που περισσότερο θα έπρεπε να προσβάλλει τους μελλοντικούς φοιτητές της σχολής, παρά να τους προσεγγίζει. Φυσικά, η εστίαση στον συγκεκριμένο κλάδο δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς μοναδικό στόχο έχει την εξυπηρέτηση των αναγκών του κεφαλαίου, που αυτή την περίοδο έχει βρει τεράστιο κομμάτι κερδοφορίας σε αυτόν, με τη διαμόρφωση καταρτισμένων αποφοίτων κατάλληλων για το σκοπό αυτό.

-Τι αξία δίνεται στην κουβέντα από τους ίδιους τους καθηγητές και πώς συνειδητά αυτή υποβαθμίζεται;
Παρά αυτή την πολύ σοβαρή διάσταση και ουσία του ζητήματος, για όποιον έχει συμμετέχει στις διαδικασίες των καθηγητών (Γενικές Συνελεύσεις Τμήματος, Επιτροπές Προπτυχιακών Σπουδών), θα έχει παρατηρήσει ότι από πλευράς τους ανοίγεται το ζήτημα με έναν ιδιαίτερα υποβαθμιστικό για αυτό και για τους ίδιους τρόπο. Ενώ γίνεται η ορθή παραδοχή ότι το σημερινό πρόγραμμα σπουδών δεν είναι αποτελεσματικό και δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της σημερινής κοινωνίας, ως επίδικο και θέμα κουβέντας μπαίνει απλά ο αριθμός μαθημάτων και ο φόρτος εργασίας σαν απόλυτοι αριθμοί και στατιστικά ξεκομμένα από την πραγματικότητα της φοίτησης στο πανεπιστήμιο, της ζωής και των αναγκών του σύγχρονου φοιτητή και μελλοντικού (ή/και νυν) εργαζόμενου. Η κουβέντα που γίνεται κυνικά για αύξηση ή μείωση μαθημάτων, αύξηση ή μείωση φόρτου εργασίας και ποσοστών δουλειάς στο σπίτι επί ωρών παρακολούθησης είναι απαράδεκτη, καθώς γνωρίζουμε ότι η διαμόρφωση ενός κατάλληλου προγράμματος σπουδών για την εξυπηρέτηση των σημερινών αναγκών του κεφαλαίου μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε μανδύα και τα παραπάνω δεν το αφορούν κιόλας πραγματικά. Γι’ αυτό το λόγο κιόλας, καλούμε κάθε φοιτητή/τρια της σχολής να αποφύγει την συζήτηση του θέματος αυτού υπό το συγκεκριμένο πρίσμα και να μην πέφτει θύμα της μετατόπισης της κουβέντας από την κύρια ουσία της.
Άλλωστε ο τρόπος με τον οποίον διαμορφώνεται και υποβαθμίζεται η κουβέντα από πλευράς καθηγητών φαίνεται τόσο από τα διάφορα κείμενα συμβολής που έχουν αναρτηθεί και στην ιστοσελίδα της σχολής (πχ αφαίρεση του όρου «Αγρονόμος» από τον τίτλο επειδή δημιουργεί «ειρωνικά σχόλια»(!) ), όσο και από την ανάδειξη των διάφορων μεταξύ τους αντικρουόμενων συμφερόντων. Ο δεύτερος είναι και ο πραγματικός λόγος που το νέο πρόγραμμα σπουδών έχει μπει τόσες φορές στο συρτάρι και επιχειρείται τώρα να έρθει με δήθεν αλλαγή ονόματος. Φαίνεται ξεκάθαρα δηλαδή, ότι η προσπάθεια ανάδειξης και ανάπτυξης του πολύ συγκεκριμένου αντικειμένου κάθε καθηγητή και κατ’ επέκταση των εργαστηρίων, ερευνητικών προγραμμάτων και γενικότερα μπίζνες εκατομμυρίων, είναι γι’ αυτούς πολύ σημαντικότερο από την συνολική διαμόρφωση ενός πραγματικά σύγχρονου και χρήσιμου προγράμματος σπουδών και την αντίστοιχη μετάδοση ολοκληρωμένης και συνολικής γνώσης στους φοιτητές.

-Γιατί δεν πρόκειται για κάτι που αφορά αποκλειστικά τη σχολή μας και ποιες είναι οι κοινές κατευθύνσεις;
Όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν πρόκειται για ένα ζήτημα που αφορά μόνο τους Τοπογράφους. Αντίστοιχες αλλαγές γίνονται σε μια σειρά από σχολές, σε διαφορετικούς χρόνους για να καλλιεργηθεί η αντίληψη ότι δεν πρόκειται για μια ενιαία αναδιάρθρωση αλλά για «σκόρπιες» εκσυγχρονίσεις σχολών. Άλλωστε, μελετώντας κανείς τις στοχεύσεις όλων αυτών των αλλαγών, διαπιστώνει ότι όλες τους εναρμονίζονται πλήρως με τις κατευθύνσεις των νόμων Διαμαντοπούλου, Αρβανιτοπούλου και τώρα Γαβρόγλου σε ακαδημαϊκό-ερευνητικό και διοικητικό-οργανωτικό επίπεδο, αλλά και με την ευρωπαϊκή συνθήκη «Μπολόνια». Βασική κατεύθυνση, αυτή του κατακερματισμού της γνώσης, του σπασίματός της δηλαδή σε «πακέτα» γνώσεων και δεξιοτήτων (με ανάλογη κοστολόγηση σε πιστωτικές μονάδες - ECTs) τα οποία ο φοιτητής καλείται να λαμβάνει, με την συμπλήρωση ενός βασικού και μικρού κορμού, πάνω στον οποίο θα χτίζεται μια εξειδίκευση. Στόχος, η παροχή μια πολύ εξειδικευμένης γνώσης έτσι ώστε ο αυριανός απόφοιτος να μπορεί να εκτελεί μόνο μια πολύ συγκεκριμένη εργασία. Με αυτήν την έννοια χάνεται όλο και περισσότερο οποιαδήποτε δυνατότητα συνολικής εποπτείας της εργασίας και του αντικειμένου, ενώ ταυτόχρονα και λόγω αυτού, ο εργαζόμενος, παρότι συνδεδεμένος πλέον με τις ανάγκες της αγοράς για εξειδικευμένο δυναμικό, δεν έχει κανέναν λόγο για όλο το υπόλοιπο κομμάτι της παραγωγής.
Μια κατάσταση που διαμορφώνεται και από την εστίαση στις εμβαθύνσεις σε μια λογική εξειδίκευσης που οδηγεί σε διάσπαση του ενιαίου πτυχίου και τη δημιουργία διαφορετικών αποφοίτων ανάλογα με τις επιλογές εμβαθύνσεων. Συγκεκριμένα, στην εισήγηση της επιτροπής για τη φυσιογνωμία και την στρατηγική της σχολής αναφέρεται ξεκάθαρα ότι «η παροχή ενιαίου διπλώματος σπουδών χωρίς ειδίκευση δημιουργεί πρακτικές δυσκολίες στο πρόγραμμα σπουδών … » και ότι «το προσφερόμενο δίπλωμα λόγω της συνεκτικότητάς του είναι στην ουσία ενιαίο. Εν τούτοις, θα εξεταστεί η δυνατότητα αναγραφής του αντικειμένου ειδίκευσης … ». Στην ίδια εισήγηση αναφέρεται ξεκάθαρα η απαραίτητη συνεργασία της σχολής με το ΤΕΕ, το οποίο πρόσφατα – μέσω προεδρικού διατάγματος – έφερε αλλαγές, όπως την εισαγωγή επί πληρωμή σεμιναρίων για απόκτηση αποσπασματικών επαγγελματικών δικαιωμάτων κλπ. Φαίνεται δηλαδή ξεκάθαρα η εναρμόνιση που επιχειρείται να υπάρξει στις αλλαγές προγραμμάτων σπουδών και οργανισμών όπως το ΤΕΕ, γι’ αυτό και επιλέγουμε έτσι να τις αντιμετωπίζουμε. Αντιλαμβανόμαστε ότι για τις αλλαγές αυτές δεν τίθεται θέμα «εκσυγχρονισμού» όπως το ονομάζουν, αλλά καταμερισμού ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς. Ακριβώς όπως δηλαδή προέκυψε και το υπάρχον πρόγραμμα, ακριβώς όπως δηλαδή θα ξαναγίνει.

-Είναι προωθητική μια απάντηση ότι το υπάρχον πρόγραμμα σπουδών είναι το πλέον κατάλληλο και αυτό που αρμόζει στις σύγχρονες δικές μας ανάγκες αλλά και της κοινωνίας;
Προφανώς και οποιοσδήποτε ισχυρίζεται κάτι τέτοιο δεν έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα και το πώς αυτή διαμορφώνεται καθημερινά στη σχολή. Από την άλλη, είναι γεγονός ότι κανένα πρόγραμμα σπουδών που διαμορφώνεται κάθε τρεις και λίγο ανάλογα με την αγορά τους και δημιουργεί αναλώσιμους εργαζομένους δεν μπορεί να είναι πραγματικά σύγχρονο και κοινωνικά χρήσιμο. Και πώς θα μπορούσε να είναι όταν ερχόμαστε και συζητάμε για επιστημονικά πεδία με όρους marketing και μπίζνες με ερευνητικά, όταν την ίδια ώρα έχουμε νεκρούς από πυρκαγιές στο Μάτι, πλημμύρες στην Μάνδρα και μια Κρήτη μισοκατεδαφισμένη, και οι πλέον επιστημονικά αρμόδιοι για αυτά δεν κουνάνε ούτε το μικρό τους δακτυλάκι; Αλλά πώς να το κάνουν κιόλας, όταν είναι απασχολημένοι με τα διάφορα ερευνητικά προγράμματα του Πολυτεχνείου με πεδίο εφαρμογής τον πόλεμο και το κυνήγι μεταναστών (όπως το Jason στη σχολή μας και το Ranger στους Ηλεκτρολόγους);

-Για ποιο λόγο όλοι/ες εμείς οφείλουμε να παίξουμε το δικό μας ρόλο;
Αφού, η κατάσταση διαμορφώνεται με αυτόν τον τρόπο και τα ιδεολογήματα περί «ουδετερότητας της επιστήμης» καταρρίπτονται καθημερινά, τώρα περισσότερο από ποτέ είναι η ώρα να δοθεί η δική μας απάντηση. Η απάντηση των από κάτω, των καταπιεσμένων φοιτητών/τριών και εργαζόμενων που ξέρουμε ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς και θα τα πάμε αλλιώς εμείς οι ίδιοι/ες, όχι σύμφωνα με τα κέρδη και τις ζημιές τους, αλλά σύμφωνα με τις ζωές και τις ανάγκες μας. Κι επειδή κανείς δεν είναι πεφωτισμένος παντογνώστης και υπερασπιστής μας, αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τις συλλογικές και μαζικές μας διαδικασίες, τις Γενικές Συνελεύσεις μας και την υλοποίηση των αποφάσεών τους.